- πολικλινική
- η городская поликлиника
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολικλινική — η, Ν κλινική τής πόλης, εξωτερικά ιατρεία, συνήθως πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, για περιπατητικούς ασθενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. policlinic (< πόλη + κλινική). Λόγω τής ομοηχίας ο τ. συνεχύθη με τον τ. πολυκλινική*] … Dictionary of Greek